ληστοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ληστοκρατία | οι | ληστοκρατίες |
| γενική | της | ληστοκρατίας | των | ληστοκρατιών |
| αιτιατική | τη | ληστοκρατία | τις | ληστοκρατίες |
| κλητική | ληστοκρατία | ληστοκρατίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ληστοκρατία θηλυκό
- η επικράτηση γενικώς των ληστών κυρίως στο ύπαιθρο σε παρωχημένες εποχές
- (κατ’ επέκταση) η υπερβολική αισχροκέρδεια αλλά και η υπερφορολόγηση
Συγγενικά
- ληστοκρατούμενος
- ληστοκρατούμαι
- → δείτε τις λέξεις ληστής και κρατώ
Μεταφράσεις
ληστοκρατία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.