ληστοκρατία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ληστοκρατία οι ληστοκρατίες
      γενική της ληστοκρατίας των ληστοκρατιών
    αιτιατική τη ληστοκρατία τις ληστοκρατίες
     κλητική ληστοκρατία ληστοκρατίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ληστοκρατία < ληστ(ής) + -ο- + -κρατία

Ουσιαστικό

ληστοκρατία θηλυκό

  1. η επικράτηση γενικώς των ληστών κυρίως στο ύπαιθρο σε παρωχημένες εποχές
  2. (κατ’ επέκταση) η υπερβολική αισχροκέρδεια αλλά και η υπερφορολόγηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.