ληξιάριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ληξιάριο τα ληξιάρια
      γενική του ληξιαρίου
& ληξιάριου
των ληξιαρίων
    αιτιατική το ληξιάριο τα ληξιάρια
     κλητική ληξιάριο ληξιάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ληξιάριο < λήξη + -άριο

Ουσιαστικό

ληξιάριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.