λευχαιμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λευχαιμία οι λευχαιμίες
      γενική της λευχαιμίας των λευχαιμιών
    αιτιατική τη λευχαιμία τις λευχαιμίες
     κλητική λευχαιμία λευχαιμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λευχαιμία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λευχαιμία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.