λευτερωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λευτερωμένος | η | λευτερωμένη | το | λευτερωμένο |
| γενική | του | λευτερωμένου | της | λευτερωμένης | του | λευτερωμένου |
| αιτιατική | τον | λευτερωμένο | τη | λευτερωμένη | το | λευτερωμένο |
| κλητική | λευτερωμένε | λευτερωμένη | λευτερωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λευτερωμένοι | οι | λευτερωμένες | τα | λευτερωμένα |
| γενική | των | λευτερωμένων | των | λευτερωμένων | των | λευτερωμένων |
| αιτιατική | τους | λευτερωμένους | τις | λευτερωμένες | τα | λευτερωμένα |
| κλητική | λευτερωμένοι | λευτερωμένες | λευτερωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λευτερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λευτερώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.