λεπιδωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λεπιδωτός | η | λεπιδωτή | το | λεπιδωτό |
| γενική | του | λεπιδωτού | της | λεπιδωτής | του | λεπιδωτού |
| αιτιατική | τον | λεπιδωτό | τη | λεπιδωτή | το | λεπιδωτό |
| κλητική | λεπιδωτέ | λεπιδωτή | λεπιδωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λεπιδωτοί | οι | λεπιδωτές | τα | λεπιδωτά |
| γενική | των | λεπιδωτών | των | λεπιδωτών | των | λεπιδωτών |
| αιτιατική | τους | λεπιδωτούς | τις | λεπιδωτές | τα | λεπιδωτά |
| κλητική | λεπιδωτοί | λεπιδωτές | λεπιδωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λεπιδωτός < αρχαία ελληνική λεπιδωτός < λεπιδόομαι < λεπίς < λέπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lep- (φλούδα, φλοιός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /le.pi.ðoˈtos/
Επίθετο
λεπιδωτός, -ή, -ό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λέπι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.