λεπίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λεπίς αἱ λεπίδες
      γενική τῆς λεπίδος τῶν λεπίδων
      δοτική τῇ λεπίδ ταῖς λεπίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν λεπίδ τὰς λεπίδᾰς
     κλητική ! λεπίς* λεπίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λεπίδε
γεν-δοτ τοῖν  λεπίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεπίς < θέμα λεπ- (όπως στο λέπω) + -ίς

Ουσιαστικό

λεπίς θηλυκό

  1. τα λέπια του ψαριού
  2. ρίνισμα (χαλκού)
  3. μεταλλικό έλασμα
  4. η λεπίδα (του πριονιού)
  5. η νιφάδα (του χιονιού)

Συγγενικά

  • ἀλεπίδωτος
  • ἄλεπις
  • ἀλέπιστος
  • ἀπολεπιδόομαι
  • ἀπολέπισμα
  • ἀπολεπίζω
  • διαλεπίζω
  • ἐκλέπισις
  • ἐκλεπίζω
  • ἡμιλέπιστος
  • λεπίδιον
  • λεπιδίσκη
  • λεπιδοειδής
  • λεπιδόομαι
  • λεπιδωτός
  • λέπιον
  • λέπισμα
  • λεπιστής
  • λεπιστός
  • λεπίζω
  • περιλεπίζω
  • προαπολεπίζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.