λεξιθηρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεξιθηρία οι λεξιθηρίες
      γενική της λεξιθηρίας των λεξιθηριών
    αιτιατική τη λεξιθηρία τις λεξιθηρίες
     κλητική λεξιθηρία λεξιθηρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεξιθηρία < ελληνιστική κοινή λεξιθηρία < αρχαία ελληνική λέξις + θήρ

Ουσιαστικό

λεξιθηρία θηλυκό

  1. η συνεχής αναζήτηση, το «κυνήγι», των λέξεων που θα προκαλέσουν εντύπωση στον αναγνώστη με τη σπανιότητά τους
  2. (συχνά μειωτικά) χρήση καίριων λέξεων από λεξιλόγιο άλλου, όμως μέσα σε πρωτοφανείς φράσεις (δεν θεωρείται λογοκλοπή)

Συγγενικά

Συνώνυμα

  • λεξιλαγνεία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.