λεκτός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λεκτός λεκτή τὸ λεκτόν
      γενική τοῦ λεκτοῦ τῆς λεκτῆς τοῦ λεκτοῦ
      δοτική τῷ λεκτ τῇ λεκτ τῷ λεκτ
    αιτιατική τὸν λεκτόν τὴν λεκτήν τὸ λεκτόν
     κλητική ! λεκτέ λεκτή λεκτόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λεκτοί αἱ λεκταί τὰ λεκτᾰ́
      γενική τῶν λεκτῶν τῶν λεκτῶν τῶν λεκτῶν
      δοτική τοῖς λεκτοῖς ταῖς λεκταῖς τοῖς λεκτοῖς
    αιτιατική τοὺς λεκτούς τὰς λεκτᾱ́ς τὰ λεκτᾰ́
     κλητική ! λεκτοί λεκταί λεκτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λεκτώ τὼ λεκτᾱ́ τὼ λεκτώ
      γεν-δοτ τοῖν λεκτοῖν τοῖν λεκταῖν τοῖν λεκτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λεκτός < ρηματικό επίθετο του λέγω και στις δύο σημασίες του (συλλέγω, διαλέγω και λέω, μιλάω)

Επίθετο

λεκτός, -ή, -όν

  1. διαλεγμένος, διαλεχτός, εκλεκτός, επίλεκτος
  2. που μπορεί να ειπωθεί, να λεχθεί

Σύνθετα

σημασία: λέω, μιλάω

  • ἀδιάλεκτος
  • ἄλεκτος
  • ἀμφίλεκτος
  • ἀναμφίλεκτος
  • ἀναντίλεκτος
  • ἀντίλεκτος
  • διάλεκτος (θηλυκό)
  • δυσαντίλεκτος
  • δύσλεκτος
  • καινόλεκτος
  • κατάλεκτος (λατινικά) Catalecta
  • κοινόλεκτος
  • μυριόλεκτος
  • πολύλεκτος
  • τρίλεκτος

σημασία: διαλέγω, συλλέγω

  • ἀνάλεκτος
  • ἀνέκλεκτος
  • ἀνεπίπλεκτος
  • ἀπόλεκτος
  • ἐκλεκτός
  • ἐπίλεκτος
  • νεόλεκτος
  • νεοσύλλεκτος
  • παλινσύλλεκτος
  • σύλλεκτος
  • συνεκλεκτός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.