ἐκλεκτός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐκλεκτός ἐκλεκτή τὸ ἐκλεκτόν
      γενική τοῦ ἐκλεκτοῦ τῆς ἐκλεκτῆς τοῦ ἐκλεκτοῦ
      δοτική τῷ ἐκλεκτ τῇ ἐκλεκτ τῷ ἐκλεκτ
    αιτιατική τὸν ἐκλεκτόν τὴν ἐκλεκτήν τὸ ἐκλεκτόν
     κλητική ! ἐκλεκτέ ἐκλεκτή ἐκλεκτόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐκλεκτοί αἱ ἐκλεκταί τὰ ἐκλεκτᾰ́
      γενική τῶν ἐκλεκτῶν τῶν ἐκλεκτῶν τῶν ἐκλεκτῶν
      δοτική τοῖς ἐκλεκτοῖς ταῖς ἐκλεκταῖς τοῖς ἐκλεκτοῖς
    αιτιατική τοὺς ἐκλεκτούς τὰς ἐκλεκτᾱ́ς τὰ ἐκλεκτᾰ́
     κλητική ! ἐκλεκτοί ἐκλεκταί ἐκλεκτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐκλεκτώ τὼ ἐκλεκτᾱ́ τὼ ἐκλεκτώ
      γεν-δοτ τοῖν ἐκλεκτοῖν τοῖν ἐκλεκταῖν τοῖν ἐκλεκτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἐκλεκτός < ἐκλέγω < ἐκ + λέγω

Επίθετο

ἐκλεκτός

  1. διαλεγμένος, επιλεγμένος
  2. (ελληνιστική κοινή) αγνός, εξαίρετος
  3. (ελληνιστική κοινή) επιλεγμένος απ’ τον θεό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.