λαϊκότης

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λαϊκότης αἱ λαϊκότητες
      γενική τῆς λαϊκότητος τῶν λαϊκοτήτων
      δοτική τῇ λαϊκότητι ταῖς λαϊκότησι(ν)
    αιτιατική τὴν λαϊκότητα τὰς λαϊκότητας
     κλητική ! λαϊκότης λαϊκότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαϊκότης (μαρτυρείται από το 1889) [1] < λαϊκ(ός) + -ότης

Ουσιαστικό

λαϊκότης, -ητος θηλυκό

Αναφορές

  1. σελ. 590, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.