λατομέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

λατομέω < λατόμος < αρχαία ελληνική λᾶας + τέμνω

Ρήμα

λατομέω

  1. (ελληνιστική κοινή) λατομώ
  2. (ελληνιστική κοινή) σκάβω
  3. (ελληνιστική κοινή) κόβω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.