λατόμι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λατόμι | τα | λατόμια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | λατόμι | τα | λατόμια |
| κλητική | λατόμι | λατόμια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /laˈto.mi/
Μεταφράσεις
λατόμι
|
→ δείτε τη λέξη λατομείο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.