λασκάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /laˈska.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐σκά‐ρω
Ρήμα
λασκάρω, πρτ.: λασκάριζα, αόρ.: λάσκαρα/λασκάρισα, παθ.φωνή: λασκάρομαι[3], π.αόρ.: λασκαρίστηκα[4], μτχ.π.π.: λασκαρισμένος
- λασκέρνω (λαϊκό)
Εκφράσεις
- αφήνω λάσκο
- (μου έχει) λασκάρει η βίδα
- λασκάρω τα λουριά (μεταφορικά)
Συγγενικά
- αλασκάριστα (επίρρημα)
- αλασκάριστος
- λάσκα
- λασκάρισμα
- λασκαρισμένος
- λάσκος
- ξελασκάρισμα
- ξελασκάρω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Αναφορές
- «lascar», σελ.361 - Boerio, Giuseppe (1867) Dizionario del dialetto veneziano (Λεξικό της βενετικής διαλέκτου), Βενετία: G. Cecchini. 3η έκδοση @books.google.
- λασκάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χωρίς παθητική - Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
- «λασκάρω» (& τύπος -ίστηκα) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.