ξελασκάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξελασκάρισμα | τα | ξελασκαρίσματα |
| γενική | του | ξελασκαρίσματος | των | ξελασκαρισμάτων |
| αιτιατική | το | ξελασκάρισμα | τα | ξελασκαρίσματα |
| κλητική | ξελασκάρισμα | ξελασκαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξελασκάρισμα < ξελασκάρω
Ουσιαστικό
ξελασκάρισμα ουδέτερο
- η χαλάρωση μετά από ένταση εργασίας ή γενικά πιεστικών δραστηριοτήτων, το διάλειμμα μεταξύ υπχρεώσεων
Μεταφράσεις
ξελασκάρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.