λάσκα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λάσκα < λάσκος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈla.ska/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λά‐σκα
Επίρρημα
λάσκα
- χαλαρά, χωρίς να είναι κάτι πολύ τεντωμένο
- άφησε λίγο λάσκα τα σχοινιά
- (μεταφορικά) χωρίς αυστηρή εφαρμογή νόμων και κανόνων
- ο διευθυντής έχει αφήσει λίγο λάσκα τους υφισταμένους του
Αντώνυμα
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.