λαρυγγοσκόπιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαρυγγοσκόπιο τα λαρυγγοσκόπια
      γενική του λαρυγγοσκοπίου
& λαρυγγοσκόπιου
των λαρυγγοσκοπίων
    αιτιατική το λαρυγγοσκόπιο τα λαρυγγοσκόπια
     κλητική λαρυγγοσκόπιο λαρυγγοσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Διασωλήνωση σε κούκλα με τη βοήθεια λαρυγγοσκοπίου.

Ετυμολογία

λαρυγγοσκόπιο < (καθαρεύουσα) λαρυγγοσκόπιον: λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική laryngoscope <αρχαία ελληνική λάρυγξ / λαρυγγο- + -σκόπιο [1] (< σκοπέω, εξετάζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /la.ɾiŋ.ɡoˈsko.pi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαρυγγοσκόπιο

Ουσιαστικό

λαρυγγοσκόπιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.