λανολίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λανολίνη οι λανολίνες
      γενική της λανολίνης των λανολινών
    αιτιατική τη λανολίνη τις λανολίνες
     κλητική λανολίνη λανολίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λανολίνη < (άμεσο δάνειο) γαλλική lanoline < λατινική lana (μαλλί) + oleum (έλαιο)

Προφορά

ΔΦΑ : /la.noˈli.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λανολίνη

Ουσιαστικό

λανολίνη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.