σμηγματογόνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σμηγματογόνος η σμηγματογόνα το σμηγματογόνο
      γενική του σμηγματογόνου της σμηγματογόνας του σμηγματογόνου
    αιτιατική τον σμηγματογόνο τη σμηγματογόνα το σμηγματογόνο
     κλητική σμηγματογόνε σμηγματογόνα σμηγματογόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σμηγματογόνοι οι σμηγματογόνες τα σμηγματογόνα
      γενική των σμηγματογόνων των σμηγματογόνων των σμηγματογόνων
    αιτιατική τους σμηγματογόνους τις σμηγματογόνες τα σμηγματογόνα
     κλητική σμηγματογόνοι σμηγματογόνες σμηγματογόνα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σμηγματογόνος < σμήγμα + -γόνος

Επίθετο

σμηγματογόνος

  1. που παράγει σμήγμα
    ένα χαρακτηριστικό μοναδικό στα θηλαστικά είναι οι σμηγματογόνοι αδένες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.