λαμπρότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | λαμπρότης | αἱ | λαμπρότητες |
| γενική | τῆς | λαμπρότητος | τῶν | λαμπροτήτων |
| δοτική | τῇ | λαμπρότητῐ | ταῖς | λαμπρότησῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | λαμπρότητᾰ | τὰς | λαμπρότητᾰς |
| κλητική ὦ! | λαμπρότης | λαμπρότητες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λαμπρότητε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | λαμπροτήτοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- λαμπρότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λαμπρότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.