λαμπαδηφορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαμπαδηφορία οι λαμπαδηφορίες
      γενική της λαμπαδηφορίας των λαμπαδηφοριών
    αιτιατική τη λαμπαδηφορία τις λαμπαδηφορίες
     κλητική λαμπαδηφορία λαμπαδηφορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαμπαδηφορία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λαμπαδηφορία

Ουσιαστικό

λαμπαδηφορία θηλυκό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λαμπαδηφορί αἱ λαμπαδηφορίαι
      γενική τῆς λαμπαδηφορίᾱς τῶν λαμπαδηφοριῶν
      δοτική τῇ λαμπαδηφορί ταῖς λαμπαδηφορίαις
    αιτιατική τὴν λαμπαδηφορίᾱν τὰς λαμπαδηφορίᾱς
     κλητική ! λαμπαδηφορί λαμπαδηφορίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαμπαδηφορί
γεν-δοτ τοῖν  λαμπαδηφορίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαμπαδηφορία < λαμπαδηφόρ(ος) + -ία < λαμπάς, λαμπαδ- + -η- + -φόρος [1]

Ουσιαστικό

λαμπαδηφορία θηλυκό

  • ιωνικός τύπος: λαμπαδηφορίη
  • λαμπαδοφορία

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη λαμπάς

Αναφορές

  1. λαμπάδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.