λαμπάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαμπάς οι λαμπάδες
      γενική του λαμπά των λαμπάδων
    αιτιατική τον λαμπά τους λαμπάδες
     κλητική λαμπά λαμπάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαμπάς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λαμπάς αρσενικό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λαμπάς αἱ λαμπάδες
      γενική τῆς λαμπάδος τῶν λαμπάδων
      δοτική τῇ λαμπάδ ταῖς λαμπάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν λαμπάδ τὰς λαμπάδᾰς
     κλητική ! λαμπάς λαμπάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαμπάδε
γεν-δοτ τοῖν  λαμπάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαμπάς < λάμπω + -άς

Ουσιαστικό

λαμπάς θηλυκό

  1. ο πυρσός
     συνώνυμα: λάμπη
  2. οποιοδήποτε φωτιστικό μέσο
  3. η λαμπαδηδρομία

Συγγενικά

θέμα λαμπαδ-

  • ἀφιππολαμπάς
  • λαμπαδαρχέω
  • λαμπαδάρχης
  • λαμπαδαρχία
  • λαμπαδάρχισσα
  • λαμπαδεία
  • λαμπαδεῖον
  • λαμπαδεύω
  • λαμπαδηδρομία
  • λαμπαδηφορέω
  • λαμπαδηφορία
  • λαμπαδηφόρος
  • λαμπαδίας
  • λαμπαδίειος
  • λαμπαδικός
  • λαμπάδιον
  • λαμπάδιος
  • λαμπαδίτης
  • λαμπαδίζω
  • λαμπαδοδρομέω
  • λαμπαδοδρομία
  • λαμπαδοδρομικός
  • λαμπαδόεις
  • λαμπαδοφόρος
  • λαμπαδοποιός
  • λαμπαδουχέω
  • λαμπαδουχία
  • λαμπάδουχος
  • λαμπαδοῦχος
  • φιλολάμπαδος

 και δείτε τις λέξεις λαμπάζω, λαμπώδης, λαμπτήρ και λάμπω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.