λαμπάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λαμπάς | οι | λαμπάδες |
| γενική | του | λαμπά | των | λαμπάδων |
| αιτιατική | τον | λαμπά | τους | λαμπάδες |
| κλητική | λαμπά | λαμπάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαμπάς < → λείπει η ετυμολογία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | λαμπάς | αἱ | λαμπάδες |
| γενική | τῆς | λαμπάδος | τῶν | λαμπάδων |
| δοτική | τῇ | λαμπάδῐ | ταῖς | λαμπάσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | λαμπάδᾰ | τὰς | λαμπάδᾰς |
| κλητική ὦ! | λαμπάς | λαμπάδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λαμπάδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | λαμπάδοιν | ||
| Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
θέμα λαμπαδ-
- ἀφιππολαμπάς
- λαμπαδαρχέω
- λαμπαδάρχης
- λαμπαδαρχία
- λαμπαδάρχισσα
- λαμπαδεία
- λαμπαδεῖον
- λαμπαδεύω
- λαμπαδηδρομία
- λαμπαδηφορέω
- λαμπαδηφορία
- λαμπαδηφόρος
- λαμπαδίας
- λαμπαδίειος
- λαμπαδικός
- λαμπάδιον
- λαμπάδιος
- λαμπαδίτης
- λαμπαδίζω
- λαμπαδοδρομέω
- λαμπαδοδρομία
- λαμπαδοδρομικός
- λαμπαδόεις
- λαμπαδοφόρος
- λαμπαδοποιός
- λαμπαδουχέω
- λαμπαδουχία
- λαμπάδουχος
- λαμπαδοῦχος
- φιλολάμπαδος
Πηγές
- λαμπάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λαμπάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.