λαμπαδάριος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

λαμπαδάριος < ελληνιστική κοινή λαμπαδάριος

Ουσιαστικό

λαμπαδάριος αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λαμπαδάριος οἱ λαμπαδάριοι
      γενική τοῦ λαμπαδαρίου τῶν λαμπαδαρίων
      δοτική τῷ λαμπαδαρί τοῖς λαμπαδαρίοις
    αιτιατική τὸν λαμπαδάριον τοὺς λαμπαδαρίους
     κλητική ! λαμπαδάριε λαμπαδάριοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαμπαδαρίω
γεν-δοτ τοῖν  λαμπαδαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαμπαδάριος < λαμπάς (θέμα λαμπάδ-) + -άριος

Ουσιαστικό

λαμπαδάριος αρσενικό

  1. άτομο που φέρει, κρατά, πυρσό
  2. (εκκλησιαστικός όρος) λαμπαδάριος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.