Λαμπαδάριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Λαμπαδάριος | οι | Λαμπαδάριοι |
| γενική | του | Λαμπαδάριου | των | Λαμπαδάριων |
| αιτιατική | τον | Λαμπαδάριο | τους | Λαμπαδάριους |
| κλητική | Λαμπαδάριε | Λαμπαδάριοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Γιάμαλος (κλίση: αντίλαλος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Λαμπαδάριος < μεσαιωνική ελληνική λαμπαδάριος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /lam.baˈða.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λα‐μπα‐δά‐ρι‐ος
-
Δημήτριος Λαμπαδάριος στη Βικιπαίδεια
(1887-1950), πανεπιστημιακός
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Ламбадариос
- λατινικοί χαρακτήρες: Lambadarios
Αναφορές
- Συμεωνίδης, Χαράλαμπος. (2015) Παράρτημα: Αρχαία ελληνικά τοπωνύμια και επώνυμα..., [έως και νεότερα επώνυμα, ετυμολογίες], σελ.195-207 στο Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα (συλλογικό, επιμ. Κανάκης, Γεώργιος Κ.) Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015 pdf.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.