λακκόπρωκτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λακκόπρωκτος τὸ λακκόπρωκτον
      γενική τοῦ/τῆς λακκοπρώκτου τοῦ λακκοπρώκτου
      δοτική τῷ/τῇ λακκοπρώκτ τῷ λακκοπρώκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν λακκόπρωκτον τὸ λακκόπρωκτον
     κλητική ! λακκόπρωκτε λακκόπρωκτον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λακκόπρωκτοι τὰ λακκόπρωκτ
      γενική τῶν λακκοπρώκτων τῶν λακκοπρώκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς λακκοπρώκτοις τοῖς λακκοπρώκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς λακκοπρώκτους τὰ λακκόπρωκτ
     κλητική ! λακκόπρωκτοι λακκόπρωκτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λακκοπρώκτω τὼ λακκοπρώκτω
      γεν-δοτ τοῖν λακκοπρώκτοιν τοῖν λακκοπρώκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λακκόπρωκτος < λάκκο(ς) (τρύπα) + πρωκτ(ός) + -ος
Και ουσιαστικοποιημένο.

Επίθετο

λακκόπρωκτος, -ος, -ον

  • (υβριστικό) που ο πρωκτός είναι χαλαρός, ανοιχτός

Ουσιαστικό

λακκόπρωκτος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.