πρίασθαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Απαρέμφατο
πρίασθαι
- απαρέμφατο μεσοπαθητικού αορίστου - αποθετικό ρήμα πρίαμαι
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 1, 333b
- Πλήν γ᾽ ἴσως, ὦ Πολέμαρχε, πρὸς τὸ χρῆσθαι ἀργυρίῳ, ὅταν δέῃ ἀργυρίου κοινῇ πρίασθαι ἢ ἀποδόσθαι ἵππον·
- Εκτός ίσως όμως πάλι, Πολέμαρχε, αν ήταν να κάμεις χρήση χρημάτων σε περίπτωση που αποφασίζατε ν᾽ αγοράσετε από κοινού ή να πουλήσετε κανένα άλογο·
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- Πλήν γ᾽ ἴσως, ὦ Πολέμαρχε, πρὸς τὸ χρῆσθαι ἀργυρίῳ, ὅταν δέῃ ἀργυρίου κοινῇ πρίασθαι ἢ ἀποδόσθαι ἵππον·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου, 149
- ἡ μὲν γὰρ ἀπέδοτ᾽ εὐθὺς γενόμενον, ἡ δ᾽ ἐξὸν αὐτῇ βελτίω πρίασθαι τῆς αὐτῆς τιμῆς τοῦτον ἠγόρασεν.
- η πρώτη, μόλις γεννήθηκε, τον πούλησε, ενώ η δεύτερη, αν και μπορούσε με την ίδια τιμή να αγοράσει έναν άλλον καλύτερο, αγόρασε αυτόν.
- Μετάφραση (1989): Γ. Ξανθάκη-Καραμάνου @greek‑language.gr
- ἡ μὲν γὰρ ἀπέδοτ᾽ εὐθὺς γενόμενον, ἡ δ᾽ ἐξὸν αὐτῇ βελτίω πρίασθαι τῆς αὐτῆς τιμῆς τοῦτον ἠγόρασεν.
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 1, 333b
Πηγές
- πρίαμαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.