βάκχαρις
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- βάκχαρις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
βάκχαρις θηλυκό
- άλλη γραφή του βάκκαρις
- ※ ώ λακκόπρωκτε, βάκχαριν τοις σοΐς ποσίν έγώ πρίωμαι; λαικάσομ' άρα. βάκχαριν;. (Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές, ιε)
- απόδοση στα αγγλικά: "Fuck" exclaims the slave in a disgusted aside. "Get baccharis for your feet? Why not just say eat me prick?"(Andrew Scholtz, Perfume from Peron's: The Politics of Pedicure in Anaxandrides Fragment 41 Kassel—Austin', Illinois Classical Studies, Vol. 21 (1996), pp. 69-86 )
Σύνθετα
Πηγές
- βάκχαρις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.