λαικάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ρήμα
λαικάζω
- παίρνω πίπα, επιδίδομαι σε πεολειχία
- ※ ώ λακκόπρωκτε, βάκχαριν τοις σοΐς ποσίν έγώ πρίωμαι; λαικάσομ άρα. βάκχαριν;. (Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές, ιε)
- απόδοση στα αγγλικά: "Fuck" exclaims the slave in a disgusted aside. "Get baccharis for your feet? Why not just say eat me prick?"(Andrew Scholtz, Perfume from Peron's: The Politics of Pedicure in Anaxandrides Fragment 41 Kassel—Austin', Illinois Classical Studies, Vol. 21 (1996), pp. 69-86 )
- από κάποιους μεταφράζεται και ως πορνεύομαι, αλλά φαίνεται ότι η πρώτη εξήγηση είναι πιο ακριβής [1]
Συγγενικά
- λαικαστής, λαικάστρια
- λαικάς
- λεικάζω
- ληκάζω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Αναφορές
- Shipp, G. P. (1977/ed), "Linguistic Notes (λαικάζω, πόσις, ρηχίη, φάρ and φήρ, rex)", Antichthon 11: 1–9, doi:, ISSN 0066-4774, https://www.cambridge.org/core/journals/antichthon/article/abs/linguistic-notes-and-rex/0BEDEDBCD95A81ABCC4AF390E34D9F08
Πηγές
- λαικάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λαικάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.