εὐρύπρωκτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

εὐρύπρωκτος < εὐρύς + πρωκτός  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

εὐρύπρωκτος, -η, -ον

  • που έχει ευρύ πρωκτό, λόγω συχνής πρωκτικής επαφής
     συνώνυμα: χαυνόπρωκτος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.