λαζαρίτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαζαρίτσα οι λαζαρίτσες
      γενική της λαζαρίτσας
    αιτιατική τη λαζαρίτσα τις λαζαρίτσες
     κλητική λαζαρίτσα λαζαρίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαζαρίτσα < Λάζαρος + -ίτσα

Ουσιαστικό

λαζαρίτσα θηλυκό

  1. (λαογραφία) (συνήθως στον πληθυντικό: λαζαρίτσες) κοπέλα που κρατώντας στολισμένο καλάθι τραγουδά τον Λάζαρο το Σάββατο του Λαζάρου ή την παραμονή
     συνώνυμα: λαζαρίνα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.