λαδομπογιατίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λαδομπογιατίζω < λάδ(ι) + -ο- + μπογιατίζω
Συνώνυμα
Συγγενικά
- λαδομπογιά
- → δείτε τις λέξεις λάδι και μπογιά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λαδομπογιατίζω | λαδομπογιάτιζα | θα λαδομπογιατίζω | να λαδομπογιατίζω | λαδομπογιατίζοντας | |
| β' ενικ. | λαδομπογιατίζεις | λαδομπογιάτιζες | θα λαδομπογιατίζεις | να λαδομπογιατίζεις | λαδομπογιάτιζε | |
| γ' ενικ. | λαδομπογιατίζει | λαδομπογιάτιζε | θα λαδομπογιατίζει | να λαδομπογιατίζει | ||
| α' πληθ. | λαδομπογιατίζουμε | λαδομπογιατίζαμε | θα λαδομπογιατίζουμε | να λαδομπογιατίζουμε | ||
| β' πληθ. | λαδομπογιατίζετε | λαδομπογιατίζατε | θα λαδομπογιατίζετε | να λαδομπογιατίζετε | λαδομπογιατίζετε | |
| γ' πληθ. | λαδομπογιατίζουν(ε) | λαδομπογιάτιζαν λαδομπογιατίζαν(ε) |
θα λαδομπογιατίζουν(ε) | να λαδομπογιατίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λαδομπογιάτισα | θα λαδομπογιατίσω | να λαδομπογιατίσω | λαδομπογιατίσει | ||
| β' ενικ. | λαδομπογιάτισες | θα λαδομπογιατίσεις | να λαδομπογιατίσεις | λαδομπογιάτισε | ||
| γ' ενικ. | λαδομπογιάτισε | θα λαδομπογιατίσει | να λαδομπογιατίσει | |||
| α' πληθ. | λαδομπογιατίσαμε | θα λαδομπογιατίσουμε | να λαδομπογιατίσουμε | |||
| β' πληθ. | λαδομπογιατίσατε | θα λαδομπογιατίσετε | να λαδομπογιατίσετε | λαδομπογιατίστε | ||
| γ' πληθ. | λαδομπογιάτισαν λαδομπογιατίσαν(ε) |
θα λαδομπογιατίσουν(ε) | να λαδομπογιατίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λαδομπογιατίσει | είχα λαδομπογιατίσει | θα έχω λαδομπογιατίσει | να έχω λαδομπογιατίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λαδομπογιατίσει | είχες λαδομπογιατίσει | θα έχεις λαδομπογιατίσει | να έχεις λαδομπογιατίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λαδομπογιατίσει | είχε λαδομπογιατίσει | θα έχει λαδομπογιατίσει | να έχει λαδομπογιατίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λαδομπογιατίσει | είχαμε λαδομπογιατίσει | θα έχουμε λαδομπογιατίσει | να έχουμε λαδομπογιατίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λαδομπογιατίσει | είχατε λαδομπογιατίσει | θα έχετε λαδομπογιατίσει | να έχετε λαδομπογιατίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λαδομπογιατίσει | είχαν λαδομπογιατίσει | θα έχουν λαδομπογιατίσει | να έχουν λαδομπογιατίσει |
| |
Μεταφράσεις
λαδομπογιατίζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.