λαβυρινθῖτις

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λαβυρινθῖτις αἱ λαβυρινθίτιδες
      γενική τῆς λαβυρινθίτιδος τῶν λαβυρινθιτίδων
      δοτική τῇ λαβυρινθίτιδι ταῖς λαβυρινθίτισι(ν)
    αιτιατική τὴν λαβυρινθῖτιν τὰς λαβυρινθίτιδᾰς
     κλητική ! λαβυρινθῖτι λαβυρινθίτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

λαβυρινθῖτις θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.