λαβυρινθῖτις
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | λαβυρινθῖτις | αἱ | λαβυρινθίτιδες | ||||
| γενική | τῆς | λαβυρινθίτιδος | τῶν | λαβυρινθιτίδων | ||||
| δοτική | τῇ | λαβυρινθίτιδι | ταῖς | λαβυρινθίτισι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | λαβυρινθῖτιν | τὰς | λαβυρινθίτιδᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | λαβυρινθῖτι | λαβυρινθίτιδες | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.