lista

Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
lista listas

lista (pt) θηλυκό

  1. ο κατάλογος, η λίστα
  2. ο κατάλογος, το μενού



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

lista < γερμανική līsta

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
lista liste

lista (it)



Φινλανδικά (fi)

Ουσιαστικό

lista (fi)

Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

lista (pl) θηλυκό

  1. η λίστα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.