μαύρη λίστα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 δείτε τις λέξεις μαύρος και λίστα

Πολυλεκτικός όρος

μαύρη λίστα θηλυκό

  • κατάλογος ανεπιθύμητων, αποκλεισμένων ή διωκομένων προσώπων· ή κατάλογος ανεπιθύμητων ή απαγορευμέτων πραγμάτων, βιβλίων, θεαμάτων, κ.λπ.
      Βγάζουν το αλάτι από τη μαύρη λίστα της διατροφής. (Εφημερίδα Τα Νέα, 23 Ιανουαρίου 2008)

Συνώνυμα

  • μαύρα κατάστιχα
  • μαύρος πίνακας

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.