λάκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λάκα | οι | λάκες |
| γενική | της | λάκας | — | |
| αιτιατική | τη | λάκα | τις | λάκες |
| κλητική | λάκα | λάκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λάκα < (άμεσο δάνειο) ιταλική lacca με απολοποίηση ορθογραφίας [1] < περσική لاک (lāk) < χίντι लाख (lākh)< σανσκριτική लाक्षा (lākṣā)
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) για την λακ των μαλλιών: < λακ (άκλιτο) + -α για προσαρμογή σε κλίση (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < (άμεσο δάνειο) γαλλική laque < πορτογαλική laca / lacca < περσική لاک (lāk) < χίντι लाख (lākh) < σανσκριτική लाक्षा (lākṣā)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈla.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λά‐κα
- ομόηχο: λάκκα, Λάκκα
Ουσιαστικό
λάκα θηλυκό
Συγγενικά
- λακάρισμα
- λακαρισμένος
- λακαριστός
- λακάρω
- → δείτε τη λέξη λακ
Μεταφράσεις
Αναφορές
- λάκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.