κῆδος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| κηδεσ- | |||||
| ονομαστική | τὸ | κῆδος | τὰ | κήδη - κήδεᾰ | |
| γενική | τοῦ | κήδους - κήδεος | τῶν | κηδῶν - κηδέων | |
| δοτική | τῷ | κήδει - κήδεῐ̈ | τοῖς | κήδεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸ | κῆδος | τὰ | κήδη - κήδεα | |
| κλητική ὦ! | κῆδος | κήδη - κήδεα | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κήδει - κήδεε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | κηδοῖν - κηδέοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- κῆδος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κῆδος ουδέτερο
- η φροντίδα
- η αγωνία, η θλίψη
- (ειδικότερα) το πένθος για τον νεκρό, η τελετή της ταφής
- η συγγένεια εξ αγχιστείας
- δωρικός τύπος : κᾶδος
Συγγενικά
- κηδάζω
- κηδεακός
- κηδεία
- κήδειος και κήδεος
- κηδεμονεύω
- κηδεμονία
- κηδεμονικός
- κηδεμών και κηδεμονεύς
- κηδεστής
- κηδεστία
- κηδεστικός
- κηδέστρια
- κηδέστωρ
- κήδευμα
- κηδεύσιμος
- κήδευσις
- κηδευτής
- κηδεύω
- κήδιστος
- κηδομένως
- κηδοσύνη
- κηδόσυνος
- κήδω
- κηδωλός
Πηγές
- κῆδος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κῆδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.