κηδευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κηδευτής | οι | κηδευτές |
| γενική | του | κηδευτή | των | κηδευτών |
| αιτιατική | τον | κηδευτή | τους | κηδευτές |
| κλητική | κηδευτή | κηδευτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κηδευτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κηδευτής αρσενικό (θηλυκό κηδεύτρια)
- ιερέας ή ιέρεια κηδείας
- συγγενής του νεκρού
- αυτός που πληρώνει για την κηδεία
- αυτός που δέχεται στον χώρο του τον τάφο
Μεταφράσεις
κηδευτής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.