κηδοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κηδοσύνη | οι | κηδοσύνες |
| γενική | της | κηδοσύνης | των | κηδοσυνών |
| αιτιατική | την | κηδοσύνη | τις | κηδοσύνες |
| κλητική | κηδοσύνη | κηδοσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κηδοσύνη < ελληνιστική κοινή κηδοσύνη < αρχαία ελληνική κηδόσυνος < κῆδος
Μεταφράσεις
κηδοσύνη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.