κηδεμονικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κηδεμονικός η κηδεμονική το κηδεμονικό
      γενική του κηδεμονικού της κηδεμονικής του κηδεμονικού
    αιτιατική τον κηδεμονικό την κηδεμονική το κηδεμονικό
     κλητική κηδεμονικέ κηδεμονική κηδεμονικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κηδεμονικοί οι κηδεμονικές τα κηδεμονικά
      γενική των κηδεμονικών των κηδεμονικών των κηδεμονικών
    αιτιατική τους κηδεμονικούς τις κηδεμονικές τα κηδεμονικά
     κλητική κηδεμονικοί κηδεμονικές κηδεμονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κηδεμονικός < ελληνιστική κοινή κηδεμονικός < αρχαία ελληνική κηδεμών

Επίθετο

κηδεμονικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.