κηδεστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κηδεστής οι κηδεστές
      γενική του κηδεστή των κηδεστών
    αιτιατική τον κηδεστή τους κηδεστές
     κλητική κηδεστή κηδεστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κηδεστής < κήδω / κήδομαι

Ουσιαστικό

κηδεστής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.