κύλισις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κύλισῐς αἱ κυλίσεις
      γενική τῆς κυλίσεως τῶν κυλίσεων
      δοτική τῇ κυλίσει ταῖς κυλίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κύλισῐν τὰς κυλίσεις
     κλητική ! κύλισῐ κυλίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυλίσει
γεν-δοτ τοῖν  κυλισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κύλισις < κυλί(ω) + -σις

Ουσιαστικό

κύλισις, -εως θηλυκό

Σύνθετα

  • ἀποκύλισις
  • ἐκκύλισις
  • περικύλισις
  • προκύλισις
  • σφαιροκύλισις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.