κεστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κεστός | οι | κεστοί |
| γενική | του | κεστού | των | κεστών |
| αιτιατική | τον | κεστό | τους | κεστούς |
| κλητική | κεστέ | κεστοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κεστός < αρχαία ελληνική κεστός
Ουσιαστικό
κεστός αρσενικό
- (αρχαιολογία) γυναικεία ζώνη την οποία φορούσαν κάτω από το στήθος
Μεταφράσεις
κεστός
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
κεστός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κεστός αρσενικό
- η ζώνη που συγκρατούσε το στήθος της Αφροδίτης
- (κατ’ επέκταση) γυναικεία ζώνη την οποία φορούσαν κάτω από το στήθος
Πηγές
- κεστός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κεστός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.