κοσμηματοπώλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κοσμηματοπώλης | οι | κοσμηματοπώλες |
| γενική | του | κοσμηματοπώλη | των | κοσμηματοπωλών |
| αιτιατική | τον | κοσμηματοπώλη | τους | κοσμηματοπώλες |
| κλητική | κοσμηματοπώλη | κοσμηματοπώλες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοσμηματοπώλης (μαρτυρείται από το 1875)[1] < κοσμηματ- (γενική του κόσμημα) + -ο- + -πώλης
Ουσιαστικό
κοσμηματοπώλης αρσενικό (θηλυκό κοσμηματοπώλισσα)
- (επάγγελμα) ιδιοκτήτης ή εργαζόμενος σε κοσμηματοπωλείο
Συγγενικά
Αναφορές
- σελ. 566, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- κοσμηματοπώλης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κοσμηματοπώλης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.