κοσμηματοπώλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοσμηματοπώλης οι κοσμηματοπώλες
      γενική του κοσμηματοπώλη των κοσμηματοπωλών
    αιτιατική τον κοσμηματοπώλη τους κοσμηματοπώλες
     κλητική κοσμηματοπώλη κοσμηματοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοσμηματοπώλης (μαρτυρείται από το 1875)[1] < κοσμηματ- (γενική του κόσμημα) + -ο- + -πώλης

Ουσιαστικό

κοσμηματοπώλης αρσενικό (θηλυκό κοσμηματοπώλισσα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 566, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.