κονίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κονίς | αἱ | κονίδες | ||||
| γενική | τῆς | κονίδος | τῶν | κονίδων | ||||
| δοτική | τῇ | κονίδῐ | ταῖς | κονίσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | κονίδᾰ | τὰς | κονίδᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | κονίς* | κονίδες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κονίδε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | κονίδοιν | ||||||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- κονίς < κόνις με μετακίνηση τόνου, για το οποίο γράφει ο Ηρωδιανός:
- ※ 3ος αιώνας κε ⌘ Αίλιος Ηρωδιανός, Περὶ καθολικῆς προσῳδίας, ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΙϹ ιϲ ΟΝΟΜΑΤΩΝ. ΒΙΒΛΙΟΝ δ′.
- Τὰ εἰϲ νιϲ διβράχεα προϲηγορικὰ ὀξύνονται κατ’ οὐϲίαϲ κείμενα α ἢ ο παραληγόμενα, ῥανίϲ, χλανίϲ, ϲανίϲ, ὀνίϲ, κονίϲ τὸ ἐπὶ τῆϲ κεφαλῆϲ, κόνιϲ δὲ τὸ χῶμα.
- έκδοση Teubner, 1867, τόμος 1, σελ.94 @books.google (Hdn.Gr.1.94) [η έκδοση με μηνοειδές σίγμα]
- Δηλαδή, κονίς για την κόνιδα του κεφαλιού και κόνις για τη σκόνη.
- Τὰ εἰϲ νιϲ διβράχεα προϲηγορικὰ ὀξύνονται κατ’ οὐϲίαϲ κείμενα α ἢ ο παραληγόμενα, ῥανίϲ, χλανίϲ, ϲανίϲ, ὀνίϲ, κονίϲ τὸ ἐπὶ τῆϲ κεφαλῆϲ, κόνιϲ δὲ τὸ χῶμα.
Πηγές
- κονίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.