μαρμαροκονία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαρμαροκονία οι μαρμαροκονίες
      γενική της μαρμαροκονίας των μαρμαροκονιών
    αιτιατική τη μαρμαροκονία τις μαρμαροκονίες
     κλητική μαρμαροκονία μαρμαροκονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαρμαροκονία < ελληνιστική κοινή μαρμαροκονία

Ουσιαστικό

μαρμαροκονία θηλυκό και μαρμαροκονίαμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.