κυτταρίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυτταρίνη οι κυτταρίνες
      γενική της κυτταρίνης των κυτταρινών
    αιτιατική την κυτταρίνη τις κυτταρίνες
     κλητική κυτταρίνη κυτταρίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυτταρίνη < κύτταρο + -ίνη < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cellulose

Ουσιαστικό

κυτταρίνη θηλυκό

  • (βιοχημεία) μακρομόριο γλυκόζης, το βασικό συστατικό στο κυτταρικό τοίχωμα των φυτικών κυττάρων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.