κυτταρίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυτταρίνη | οι | κυτταρίνες |
| γενική | της | κυτταρίνης | των | κυτταρινών |
| αιτιατική | την | κυτταρίνη | τις | κυτταρίνες |
| κλητική | κυτταρίνη | κυτταρίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυτταρίνη < κύτταρο + -ίνη < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cellulose
Ουσιαστικό
κυτταρίνη θηλυκό
-
κυτταρίνη στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.