κολπικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κολπικός η κολπική το κολπικό
      γενική του κολπικού της κολπικής του κολπικού
    αιτιατική τον κολπικό την κολπική το κολπικό
     κλητική κολπικέ κολπική κολπικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κολπικοί οι κολπικές τα κολπικά
      γενική των κολπικών των κολπικών των κολπικών
    αιτιατική τους κολπικούς τις κολπικές τα κολπικά
     κλητική κολπικοί κολπικές κολπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κολπικός < κόλπος

Επίθετο

κολπικός

  1. που αναφέρεται στον γυναικείο κόλπο
    κολπικά υγρά
  2. που αναφέρεται στον κόλπο της καρδιάς
    κολπική μαρμαρυγή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.