κυπριώτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυπριώτικος η κυπριώτικη το κυπριώτικο
      γενική του κυπριώτικου της κυπριώτικης του κυπριώτικου
    αιτιατική τον κυπριώτικο την κυπριώτικη το κυπριώτικο
     κλητική κυπριώτικε κυπριώτικη κυπριώτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυπριώτικοι οι κυπριώτικες τα κυπριώτικα
      γενική των κυπριώτικων των κυπριώτικων των κυπριώτικων
    αιτιατική τους κυπριώτικους τις κυπριώτικες τα κυπριώτικα
     κλητική κυπριώτικοι κυπριώτικες κυπριώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κυπριώτικος < μεσαιωνική ελληνική κυπριώτικος < Κυπριώτης < αρχαία ελληνική Κύπρος

Επίθετο

κυπριώτικος

  1. άλλη μορφή του κυπριακός
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κυπριώτικα
    άλλες μορφές: κυπριακά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.