κυκλοφορημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυκλοφορημένος | η | κυκλοφορημένη | το | κυκλοφορημένο |
| γενική | του | κυκλοφορημένου | της | κυκλοφορημένης | του | κυκλοφορημένου |
| αιτιατική | τον | κυκλοφορημένο | την | κυκλοφορημένη | το | κυκλοφορημένο |
| κλητική | κυκλοφορημένε | κυκλοφορημένη | κυκλοφορημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυκλοφορημένοι | οι | κυκλοφορημένες | τα | κυκλοφορημένα |
| γενική | των | κυκλοφορημένων | των | κυκλοφορημένων | των | κυκλοφορημένων |
| αιτιατική | τους | κυκλοφορημένους | τις | κυκλοφορημένες | τα | κυκλοφορημένα |
| κλητική | κυκλοφορημένοι | κυκλοφορημένες | κυκλοφορημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κυκλοφορημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κυκλοφορώ (ρήμα χωρίς παθητική φωνή)
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
κυκλοφορημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.