κυάθιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κυάθιο | τα | κυάθια |
| γενική | του | κυάθιου | των | κυάθιων |
| αιτιατική | το | κυάθιο | τα | κυάθια |
| κλητική | κυάθιο | κυάθια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυάθιο < ελληνιστική κοινή κυάθιον < αρχαία ελληνική κύαθος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈa.θi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐ά‐θι‐ο
Ουσιαστικό
κυάθιο ουδέτερο
- (βοτανική) είδος ταξιανθίας σε σχήμα κύπελλου του γένους φυτών Ευφορβία της οικογένειας των Ευφορβιδών (Euphorbiaceae)
-
Ευφορβία στη Βικιπαίδεια

-
cyathium στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.