κυάθιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κυάθιο τα κυάθια
      γενική του κυάθιου των κυάθιων
    αιτιατική το κυάθιο τα κυάθια
     κλητική κυάθιο κυάθια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυάθιο < ελληνιστική κοινή κυάθιον < αρχαία ελληνική κύαθος

Προφορά

ΔΦΑ : /ciˈa.θi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυάθιο

Ουσιαστικό

κυάθιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.