κτητικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κτητικότητα | οι | κτητικότητες |
| γενική | της | κτητικότητας | των | κτητικοτήτων |
| αιτιατική | την | κτητικότητα | τις | κτητικότητες |
| κλητική | κτητικότητα | κτητικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κτητικότητα < κτητικός < αρχαία ελληνική κτητικός < κτάομαι
Ουσιαστικό
κτητικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του κτητικού, το συναίσθημα, το αποτέλεσμα ή το κίνητρο της κτητικής συμπεριφοράς ή πρόθεσης, η ανάγκη και η τάση κάποιου να του ανήκουν άλλα άτομα ή αγαθά εξ ολοκλήρου και αδιαμφισβήτητα
- ...ο φθόνος, η επιθετικότητα, η κτητικότητα και ο ανταγωνισμός θα συνεχίσουν για πάντα να υπάρχουν;
Μεταφράσεις
κτητικότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.